λυκαβαντίς

λυκαβαντίς
λυκαβαντίς, -ίδος, ἡ (Α) [λυκάβας]
(μόνο στη φρ.) «λυκαβαντίδες ὧραι» — οι ώρες που συναποτελούν το έτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”